τραμπαλίζομαι

τραμπαλίζομαι
Ν [τραμπάλα]
1. κάνω τραμπάλα, κάθομαι στο ένα άκρο τής τραμπάλας και σπρώχνοντας το έδαφος με το πόδι σηκώνομαι, ενώ την ίδια στιγμή ο συμπαίκτης μου που κάθεται στο απέναντι άκρο κατεβαίνει και επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση
2. (γενικά) ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραμπάλα — και διαλ. τ. δραμπάλα και ντραμάλα, η, Ν 1. παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από μικρή σιδερένια ή ξύλινη δοκό ή σανίδα που ταλαντεύεται σε διχαλωτό υποστήριγμα, τοποθετημένο στο κέντρο βάρους της και η οποία έχει μικρά καθίσματα στα άκρα τής… …   Dictionary of Greek

  • τραμπαλεύομαι — Ν [τραμπάλα] τραμπαλίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”