- τραμπαλίζομαι
- Ν [τραμπάλα]1. κάνω τραμπάλα, κάθομαι στο ένα άκρο τής τραμπάλας και σπρώχνοντας το έδαφος με το πόδι σηκώνομαι, ενώ την ίδια στιγμή ο συμπαίκτης μου που κάθεται στο απέναντι άκρο κατεβαίνει και επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση2. (γενικά) ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.